- κιβδήλευμα
- κιβδήλευμα, τὸ (Α) [κιβδηλεύω]νόθευση τών προς πώληση πραγμάτων («τὰ δὲ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίας τῶν πωλούντων», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιβδηλεύματα — κιβδήλευμα an adulteration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)